- σούντρα
- οι, Νη τέταρτη και κατώτερη από τις παραδοσιακές βάρνα, δηλ. τις κοινωνικές τάξεις τής ινδουιστικής Ινδίας, η οποία απαρτιζόταν κυρίως από αγρότες, τεχνίτες, εργάτες και παρίες.[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. sundra < αρχ. ινδ. sundari].
Dictionary of Greek. 2013.